- στηριγμός
- 4740 στηριγμός{сущ., 1}утверждение, неподвижность, твердость (2Пет. 3:17).*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
στηριγμός — being fixed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηριγμός — ο, ΝΜΑ [στηρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στηρίζω, στήριξη, στήριγμα νεοελλ. αστρον. το σημείο τής φαινομένης τροχιάς ενός πλανήτη, κατά το οποίο εκείνος, ενώ μεταβάλλει φορά κινήσεως, φαίνεται να στέκεται ακίνητος μσν. αρχ. μτφ.… … Dictionary of Greek
στηριγμοῖς — στηριγμός being fixed masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηριγμοί — στηριγμός being fixed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηριγμοῦ — στηριγμός being fixed masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηριγμούς — στηριγμός being fixed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηριγμῶν — στηριγμός being fixed masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηριγμῷ — στηριγμός being fixed masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηριγμόν — στηριγμός being fixed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)